- κεντρίζεται
- κεντρίζωstimulatepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεντρί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 848 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, 34 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * το (ΑΜ κεντρίον, Μ και κεντρί)… … Dictionary of Greek
κεντρηνεκής — κεντρηνεκής, ές (Α) (για άλογο) αυτός που κεντρίζεται, που παροτρύνεται για να τρέξει («κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + ηνεκής. Το β συνθετικό τής λ. ανάγεται σε τ. ενεκ ής, στον οποίο απαντά το θέμα τών ἐνεγκεῖν,… … Dictionary of Greek
οξύθηκτος — ὀξύθηκτος, ον (Α) 1. (για όπλα) ο ακονισμένος οξέως, αυτός που έχει αιχμηρή κόψη, κοφτερός 2. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που κεντρίζεται βαθιά από πάθος, εμμανής, εξαγριωμένος. επίρρ... ὀξυθήκτως (Α) με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με μανία … Dictionary of Greek